οινοκύτταρο

οινοκύτταρο
το
βιολ. κύτταρο επιδερμικής προέλευσης που βρίσκεται στο αίμα ή σε διάφορους ιστούς τών εντόμων, έχει συχνά ελαφρό ρόδινο χρώμα και το έκκριμά του υπεισέρχεται στην αύξηση και στην αναπαραγωγή τού εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oenocyte (< οἶνος + κύτταρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”